- διευθυνομένη
- διευθῡνομένη , διευθύνωmakepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)διευθῡνομένη , διευθύνωmakepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργασιοθεραπεία — η μέθοδος θεραπείας ψυχικών ή μυοκινητικών παθήσεων, κατά την οποία οι ασθενείς απασχολούνται με απλή και διευθυνόμενη από ειδικό εργασία … Dictionary of Greek
σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… … Dictionary of Greek
Μίνσκι, Μάρβιν — (Marvin Minsky, Νέα Υόρκη 1927 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον και στη συνέχεια δίδαξε στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Επιστήμης Υπολογιστών… … Dictionary of Greek
Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… … Dictionary of Greek
Ταγκανίκα — Λίμνη της κεντρικής Αφρικής, μεταξύ της Δημοκρατίας του Ζαΐρ στα Δ και της Τανζανίας στα Α· επίσης, βρέχονται από τη λίμνη το Μπουρούντι (στο βόρειο άκρο) και η Ζάμπια (στο νότιο). Η Τ. ανακαλύφθηκε το 1588 από τους Σπικ και Μπάρτον και η… … Dictionary of Greek